Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδεξιοσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επιδεξιοσύνη η· ’πιδεξιοσύνη· ’πιδεξοσύνη.
  • α) Επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα:
    • (Αχιλλ. L 1271
    • απήλθαν φρόνιμα μετά επιδεξιοσύνης (Χρον. Μορ. Η 4835
  • β) πονηριά· «τέχνη»·
    • (προκ. για γυναίκα) χάρη:
      • με … τες ’πιδεξιοσύνες σου εκατεδούλωσές με (Ερωτοπ. 48).

[<επίθ. επιδέξιος + κατάλ. σύνη. Ο τ. ’πιδεξιοσύνη στο Du Cange (λ. επιδέξιος). Τ. επιδεξοσύνη στο Βλάχ. Η λ. το 12. αι. (LBG, ω‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες