Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδεξίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επιδεξίως, επίρρ.
  • Με επιτηδειότητα, με τρόπο επιδέξιο:
    • Χρίε τούτον μετά πτερού επιδεξίως (Ιερακοσ. 40123).

[μτγν. επίρρ. επιδεξίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες