Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδειξίας ο [epiδiksías] Ο3 : α.(ιατρ.) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανίαα, αυτός που επιδιώκει να γυμνώνεται μπροστά σε άλλους ανθρώπους και ιδίως να επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα. β. καταχρηστικά, αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται2α, να προβάλλει τον εαυτό του για εντυπωσιασμό: Ο φίλος σου είναι μεγάλος ~.
[λόγ. επίδειξ(ις) -ίας μτφρδ. γαλλ. exhibitionniste]



