Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιδείχνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδείχνω [epiδíxno] -ομαι Ρ αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχτηκα, απαρέμφ. επιδειχτεί : (προφ.) επιδεικνύω.

[λόγ. < επιδεικνύω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δεικνύω > δείχνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go