Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδένω [epiδéno] -ομαι Ρ1 : τυλίγω με επίδεσμο ή απλώς καλύπτω με κτ., ιδίως με γάζα, ένα τραύμα: Ο γιατρός επέδεσε τις πληγές.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδέω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δέω > δένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες