Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιγράφω [epiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. επέγραψα, απαρέμφ. επιγράψει, παθ. αόρ. επιγράφτηκα και επιγράφηκα, απαρέμφ. επιγραφτεί και επιγραφεί : δίνω τίτλο σε ένα κείμενο. || (παθ.) έχω ως τίτλο ορισμένη λέξη ή φράση: Επιγράφεται ένα βιβλίο / ένα κεφάλαιο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιγράφω, αρχ. σημ.: `εγχαράσσω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιγράφω.
-
- 1) Φέρω την επιγραφή:
- (Τζαμπλάκ. 17)·
- το μήλον επιγράφει: «Αν άνθρωπος …» (Καλλίμ. 1209).
- 2) Γράφω κείμενο, συγγράφω:
- Διατούτο γαρ επέγραψα και συμπαθήσετέ με (Περί ξεν. 545).
- 3)
- α) Αποφασίζω:
- επεγράψασιν οι άρχοντες εκείνοι, το νήπιον το γεννηθέν λάβει το του θανάτου (Βυζ. Ιλιάδ. 82)·
- β) υπογράφω· επικυρώνω:
- όρκον … επέγραψαν οι βασιλείς (Βυζ. Ιλιάδ. 545).
- α) Αποφασίζω:
- 4) Φρ. επιγράφω δούλος κάπ. = δηλώνω υποταγή σε κάπ., δέχομαι να γίνω δούλος σε κάπ.:
- (Λίβ. Esc. 235).
[αρχ. επιγράφω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Φέρω την επιγραφή:



