Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιγαμία η [epiγamía] Ο25 : (κοινων., νομ.) σύναψη γάμου: Aπαγόρευση της επιγαμίας μεταξύ ατόμων διαφορετικής φυλής, εθνότητας, θρησκείας ή κοινωνικής τάξης· επίσης μεταξύ πολύ στενών συγγενών.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιγαμία]