Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιβουλεύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβουλεύομαι [epivulévome] Ρ5.1β : σκέφτομαι ή σχεδιάζω κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ τη ζωή / την υπόληψη / την περιουσία κάποιου. Προαιώνιοι εχθροί που επιβουλεύονται την ακεραιότητα της χώρας μας. Aντιδημοκρατικά στοιχεία που επιβουλεύονται τη γαλήνη του τόπου και τις ελευθερίες του λαού.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλεύω (ἐπιβουλεύομαι `γίνομαι αντικείμενο επιβουλής΄) μέσο κατά το αρχ. βουλεύομαι `σκέφτομαι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go