Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβλέψει
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
επιβλέψει το· ’πιβλέψει.
  • Βλέμμα:
    • μόνο προσβαλώ το ’πιβλέψει προς ναόν αγιοσύνης σου (Ιων. II 5).

[απαρέμφ. αορ. του επιβλέπω ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες