Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβλέψει το· ’πιβλέψει.
-
- Βλέμμα:
- μόνο προσβαλώ το ’πιβλέψει προς ναόν αγιοσύνης σου (Ιων. II 5).
[απαρέμφ. αορ. του επιβλέπω ως ουσ.]
- Βλέμμα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[απαρέμφ. αορ. του επιβλέπω ως ουσ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |