Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβαρυντικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβαρυντικός -ή -ό [epivarindikós] Ε1 : που προκαλεί επιβάρυνση, χειροτέρευση σε κτ. ANT ελαφρυντικός: Kατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. Επιβαρυντικά στοιχεία / περιστατικά. επιβαρυντικά ΕΠIΡΡ: Στοιχεία που λειτούργησαν ~.

[λόγ. επιβαρύν(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες