Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβαίνω [epivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. επέβαινα : (λόγ.) βρίσκομαι σε κάποιο μεταφορικό μέσο, ταξιδεύω με αυτό: Στο πλοίο επιβαίνουν χίλια περίπου άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβαίνω `ανεβαίνω σε΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβαίνω.
-
- 1) Πατώ επάνω σε κ.:
- βλαττίν εξήπλωνεν εν γῃ, επέβαινεν εν τούτῳ (Διγ. Gr. 3304).
- 2) Προχωρώ:
- εντός της τούτων φάλαγγος έμπροσθεν επιβαίνων (Βίος Αλ. 2015).
- 3) Ανεβαίνω πάνω σε κ.:
- επιβάς του ίππου (Διγ. Gr. 3063).
- 4) Επιτίθεμαι:
- Το Μακεδόνων έθνος … επέβη χώραν την ημών (Βίος Αλ. 1914).
- 5) Καταλαμβάνω, κυριεύω:
- προσέταξεν Αλέξανδρος, ης επιβώσι χώρας, Θηβαίοι απολέσθωσαν (Βίος Αλ. 2393)·
- (μεταφ. προκ. για αξίωμα):
- Αλέξανδρος … το βασίλειον επέβη θαρσαλέως (Βίος Αλ. 2750).
- 6) (Μεταφ.) επιτείνομαι:
- ο πόνος επιβαίνει (Γλυκά, Στ. 194).
[αρχ. επιβαίνω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Πατώ επάνω σε κ.:



