Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιβήτορας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβήτορας ο [epivítoras] Ο5 : 1.χαρακτηρισμός αρσενικού κατοικίδιου ζώου, κυρίως μεγάλου, που χρησιμοποιείται ειδικά για τη γονιμοποίηση του θηλυκού: Άλογο / ταύρος ~. || (ειρ.) για άντρα με έντονη σεξουαλική δραστηριότητα. 2. (μτφ.) αυτός που αντικανονικά κατέλαβε ένα υψηλό αξίωμα και ενεργεί αυταρχικά: Ο ~ της εξουσίας / του θρόνου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβήτωρ, αιτ. -ορα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go