Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβάλλον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβάλλον το [epiválon] Ο53 : (παρωχ.) ικανότητα επιβολής, κυρίως στην έκφραση έχει κάποιος ~, επιβάλλεται στους άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάλλον ουδ. της μεε. του ρ. ἐπιβάλλω `που είναι επιβεβλημένο΄, σημδ. γαλλ. imposant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες