Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεξηγηματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεξηγηματικός -ή -ό [epeksijimatikós] Ε1 : 1.(γραμμ.) που αναφέρεται σε μια έννοια και την επεξηγεί: ~ προσδιορισμός. Επεξηγηματική πρόταση. 2. (σπάν.) ερμηνευτικός. επεξηγηματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπεξηγηματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες