Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επεξεργάσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεξεργάσιμος -η -ο [epekserγásimos] Ε5 : που μπορεί να υποστεί επεξεργασία και ιδίως κατεργασία: Επεξεργάσιμες πρώτες ύλες.

[λόγ. επεξεργασ- (επεξεργάζομαι) -ιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go