Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επενδυτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επενδυτικός -ή -ό [epenδitikós] Ε1 : 1.που αφορά την επένδυση χρημάτων και ιδίως κεφαλαίου σε οικονομική επιχείρηση: Επενδυτικό πρόγραμμα / κόστος. Επενδυτική δραστηριότητα / πολιτική. 2. (σπάν.) που αναφέρεται στην επένδυση μιας επιφάνειας.

[λόγ. επενδυτ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go