Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεμβαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεμβαίνω [epemvéno] Ρ πρτ. επενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. επενέβη, επενέβησαν, απαρέμφ. επέμβει : κάνω επέμβαση. 1. αναλαμβάνω δράση με σκοπό να επηρεάσω μια δραστηριότητα, μια κατάσταση κτλ., να την οδηγήσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα: H αστυνομία επενέβη και διέλυσε τους διαδηλωτές. Tο ερώτημα είναι όχι αν πρέπει αλλά ως ποιο σημείο ο άνθρωπος μπορεί να επεμβαίνει στη φύση. 2. ασχολούμαι με μια ξένη υπόθεση· αναμειγνύομαι: Mην επεμβαίνεις στην προσωπική μου ζωή / στα οικογενειακά μου. || (ιδ. για κράτος) αναμειγνύομαι στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους: H Aγγλία ως εγγυήτρια δύναμη διατηρεί το δικαίωμα να επεμβαίνει στην Kύπρο.

[λόγ. < αρχ. ἐπεμβαίνω `στέκομαι επάνω, ποδοπατώ΄ σημδ. γαλλ. intervenir]

[Λεξικό Κριαρά]
επεμβαίνω.
  • 1) (Προκ. για πόλεμο) επέρχομαι:
    • (Σφρ., Χρον. 13820).
  • 2) Παρουσιάζομαι· φθάνω:
    • Άρχοντες, … καιρός μας επενέβηκεν, ίνα επιμεληθούμεν (Διήγ. Βελ. χ 100 κριτ. υπ).
  • 3) (Προκ. για το λογισμό) προτρέπω, παρακινώ:
    • λογισμόν τον εκ του διαβόλου συχνώς μοι επεμβαίνοντα … (Εις Θεοτ. 50).

[αρχ. επεμβαίνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες