Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επελαύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επελαύνω [epelávno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κάνω επέλαση: Tα στρατεύματα επελαύνουν και εντός ολίγων ωρών αναμένεται να καταλάβουν το ύψωμα.

[λόγ. < αρχ. ἐπελαύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες