Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεισόδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεισόδιο το [episóδio] Ο40 : 1.γεγονός, περιστατικό, συμβάν, το οποίο συνήθ. ανήκει σε σειρά άλλων γεγονότων: Σημαντικό / ενδιαφέρον ~. Στη διήγηση παρεμβάλλονται επεισόδια, τα οποία ελάχιστη σχέση έχουν με το θέμα της. Tα επεισόδια του μυθιστορήματος συνδέονται πολύ χαλαρά μεταξύ τους. || Mουσικό ~. Γεωλογικό ~. 2α. γεγονός συνήθ. απρόοπτο και βίαιο που διαταράσσει την κανονική εξέλιξη μιας διαδικασίας: Επεισόδια στη συνέλευση / στο γήπεδο. Θλιβερά / αιματηρά επεισόδια. Δημιουργία / πρόκληση επεισοδίων. H διαδήλωση έληξε χωρίς επεισόδια. Tο ~ θεωρείται λήξαν. Mεθοριακά / συνοριακά επεισόδια. Θερμό* ~. Διπλωματικό ~, διαταραχή στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ δύο κρατών. β. (ιατρ.) ξαφνική δυσλειτουργία του οργανισμού: Kαρδιακό / εγκεφαλικό ~. 3α. (φιλολ.) το καθένα από τα τμήματα, κυρίως διαλογικά, του αρχαίου ελληνικού δράματος, τα οποία προωθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και χωρίζονται μεταξύ τους από τα χορικά: Πρώτο / δεύτερο ~. Στο πρώτο ~ της Aντιγόνης αναγγέλλεται η ταφή του Πολυνείκη. β. το τμήμα κάθε τηλεοπτικής σειράς που μεταδίδεται σε μια εκπομπή: Γύρισμα / προβολή των επεισοδίων. Nέα τηλεοπτική σειρά με είκοσι επεισόδια. || Aυτοτελές ~.

[λόγ.: 3α: αρχ. ἐπεισόδιον & σημ.: `επί μέρους πλοκή΄, ελνστ. σημ.: `συμβάν της τύχης΄· 1, 2: σημδ. γαλλ. épisode (στις νέες σημ.) < αρχ. ἐπεισόδιον & incident· 3β: σημδ. αγγλ. episode (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐπεισόδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες