Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαρχιώτικος -η -ο [eparxiótikos] Ε5 : που αναφέρεται στον επαρχιώτη, στον άνθρωπο με αντίστοιχη νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. ή στην επαρχία2: Επαρχιώτικο ντύσιμο / φέρσιμο. Επαρχιώτικες συνήθειες.
επαρχιώτικα ΕΠIΡΡ. [επαρχιώτ(ης) -ικος]