Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επαρχιώτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαρχιώτης ο [eparxiótis] Ο10 θηλ. επαρχιώτισσα [eparxiótisa] Ο27 : 1.αυτός που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από αυτή σε αντιδιαστολή με τον κάτοικο της πρωτεύουσας ή και του μεγάλου αστικού κέντρου: Nοοτροπία επαρχιώτη. 2. για άνθρωπο με νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. περιορισμένη σε στενά τοπικά πλαίσια. επαρχιωτάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαρχιώτης `κάτοικος μιας επαρχίας΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. επαρχία· λόγ. επαρχιώτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go