Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανωφόρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανωφόρι το [epanofóri] & πανωφόρι το [panofóri] Ο44 : γενική ονομασία μακριού ρούχου συνήθ. με μανίκια, το οποίο φοριέται πάνω από όλα τα άλλα για προφύλαξη από το κρύο ή τη βροχή και συνήθ. κουμπώνει μπροστά: Aντρικό / γυναικείο ~. Mη βγεις έξω χωρίς πανωφόρι· κάνει παγωνιά.

[λόγ. < μσν. *επανωφόριν (πρβ. μσν. απανωφόριν `εξωτερικό ένδυμα΄) < επάνω + -φόρ(ος) -ι(ο)ν· μσν. απανωφόρι(ν) (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το απάνω > πάνω) < απανωφόριον < απάνω + φορ(ώ) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
επανωφόριον το· απανωφόρι· απανωφόριν· πανωφόρι.
  • Πανωφόρι:
    • ο καθείς εβάσταινε ρούχο κι απανωφόρι (Θησ. ΙΑ´ [524]).

[<επίρρ. επάνω + φόρος αναλογ. με τα ουσ. σε ιον. Ο τ. απανωφόρι στο Βλάχ. (λ. οι) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. πανωφόρι και σήμ. Η λ. τον 9. αι. (LBG) και σήμ. (ι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go