Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανεξέταση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεξέταση η [epaneksétasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεξετάζω: ~ ενός μαθητή / φοιτητή. Tο δικαστήριο δέχτηκε την ~ του μάρτυρα. Διατάχτηκε η ~ της υπόθεσης.

[λόγ. επαν(α)- εξέτα(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go