Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανεκλέγω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεκλέγω [epanekléγo] -ομαι Ρ αόρ. επανεξέλεξα, απαρέμφ. επανεκλέξει, παθ. αόρ. επανεκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανεξελέγη, επανεξελέγησαν, απαρέμφ. επανεκλεγεί, μππ. επανεκλεγμένος : εκλέγω πάλι κπ. σε αξίωμα που κατείχε ως τώρα: Aκυρώθηκε η εκλογή του δημάρχου, ο λαός όμως τον επανεξέλεξε με συντριπτική πλειοψηφία.

[λόγ. επαν(α)- εκλέγω μτφρδ. γαλλ. réélire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go