Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαναστατώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαναστατώ [epanastató] Ρ10.9α μππ. επαναστατημένος : 1α.εξεγείρομαι με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κτλ.): Tο 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ο επαναστατημένος λαός ανέτρεψε τον τύραννο. Επαναστάτησαν οι δούλοι / οι εξαθλιωμένοι αγρότες. || (σπάν.) κάνω κπ. να επαναστατήσει: Ο Λυκούργος Λογοθέτης επαναστάτησε τη Xίο. β. αντί για στασιάζω, κάνω κίνημα ή πραξικόπημα. 2. (μτφ.) εκδηλώνω έντονη αντίθεση σε μια κατάσταση η οποία θεωρείται δεσμευτική, καταπιεστική ή παράλογη: H ανθρώπινη συνείδηση επαναστατεί μπροστά σε τέτοια αδικία. Επαναστάτησε κατά της μοίρας του. Tα επαναστατημένα νιάτα.

[λόγ. επαναστάτ(ης) -ώ (πρβ. αρχ. ἐπανίσταμαι ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες