Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανακτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανακτώ [epanaktó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 αόρ. επανέκτησα, απαρέμφ. επανακτήσει : (λόγ.) αποκτώ πάλι· ανακτώ: Ο στρατός επανέκτησε τα χαμένα εδάφη. Οι στρατιώτες επανέκτησαν το ηθικό τους.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐπανακτῶμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go