Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανακάμπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανακάμπτω [epanakámpto] Ρ αόρ. επανέκαμψα, απαρέμφ. επανακάμψει : (λόγ.) επανέρχομαι, επιστρέφω: Ο πρωθυπουργός επανέκαμψε από το ταξίδι και προέβη σε ανασχηματισμό. Είχε αποσυρθεί από την πολιτική αλλά επανέκαμψε δριμύτερος.

[λόγ. < αρχ. ἐπανακάμπτω]

[Λεξικό Κριαρά]
επανακάμπτω.
  • Ξαναγυρίζω στα παλιά:
    • Ποτέ μη ελπίζεις προκοπήν, ποτέ ουκ επανακάμψεις (Γλυκά, Στ. 217).

[αρχ. επανακάμπτω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες