Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαλληλία η [epalilía] Ο25 : 1.(λογ.) Σχέση επαλληλίας, που χαρακτηρίζει τις επάλληλες έννοιες. 2. (φυσ.) διαδοχή φαινομένων που συνδέονται μεταξύ τους: ~ σεισμών. Aρχή της επαλληλίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐπαλληλία `αδιάσπαστη σειρά΄ σημδ. γαλλ. superposition (στη σημ. 1) ή κατά το υπαλληλία]



