Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επακτός 1 -ή -ό [epaktós] Ε1 : (νομ.) ~ όρκος, που γίνεται με επαγωγή
12, που επιβάλλεται από τον ένα διάδικο στον αντίπαλό του. [λόγ. < αρχ. (ὅρκος) ἐπακτός `όρκος επιβεβλημένος από τον αντίδικο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επακτός 2 -ή -ό : (βοτ.) Επακτό όργανο, που αποτελείται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς.
[λόγ. επακ- (επάγω) -τός]



