Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επαινετός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
επαινετός, επίθ.· ’παινετός.
  • Παινεμένος· ξακουστός:
    • επαινετοί στρατιώτες (Χρον. Μορ. H 3292).

[αρχ. επίθ. επαινετός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαινετός -ή -ό [epenetós] Ε1 : (σπάν.) αξιέπαινος.

[λόγ. < αρχ. ἐπαινετός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go