Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαίσχυντος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαίσχυντος -η -ο [epésxindos] Ε5 : που προκαλεί ντροπή (συνήθ. γιατί είναι ανήθικος ή γενικά κακός): Επαίσχυντη πράξη / συμπεριφορά / ήττα. Tο επαίσχυντο παρελθόν κάποιου. επαίσχυντα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἐπαισχύν(ομαι) `ντρέπομαι για κτ.΄ -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες