Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επίχρυσος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίχρυσος -η -ο [epíxrisos] Ε5 : (για πργ.) που έχουν καλύψει την επιφάνειά του με λεπτό στρώμα χρυσού· επιχρυσωμένος: Ένας ~ δίσκος. Επίχρυσο ρολόι.

[λόγ. < αρχ. ἐπίχρυσος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go