Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίφυση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίφυση η [epífisi] Ο33 : (ανατ.) το καθένα από τα δύο εξογκωμένα άκρα των μακρών οστών.

[λόγ. < αρχ. ἐπίφυ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες