Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίσωτρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίσωτρο το [epísotro] Ο40 : (λόγ.) κατασκευή από ανθεκτικό υλικό, η οποία καλύπτει την επιφάνεια του τροχού των οχημάτων που πατάει στο έδαφος: Ελαστικό ~, ο ελαστικός τροχός αυτοκινήτου, ποδηλάτου κτλ.· λάστιχο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίσωτρον (αρχ. ἐπίσσωτρον) `μεταλλικό στεφάνι της ζάντας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες