Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επίπαγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίπαγος ο [epípaγos] Ο19 : (γεωλ.) στρώμα από ορυκτά που βρίσκεται σε μικρό βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίπαγος `πετρωμένη κρούστα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go