Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίκυψη η [epíkipsi] Ο33 : (γυμν.) κάμψη του κορμού από την όρθια στάση προς τα εμπρός, έτσι ώστε το πρόσωπο να τείνει να εγγίσει τα τεντωμένα πόδια.
[λόγ. < αρχ. ἐπίκυψις (-σις > -ση) `σκύψιμο΄]



