Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίκανθος ο [epíkanθos] Ο19 : (ιατρ.) ανατομική ανωμαλία που συνίσταται σε ύπαρξη μιας πτυχής από δέρμα στη γωνία του ματιού, η οποία βρίσκεται προς τη μύτη.
[λόγ. < νλατ. epikanth(us) -ος < ελνστ. ἐπικανθίς (ίδ. σημ.)]



