Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίθεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίθεμα το [epíθema] Ο49 : ονομασία θεραπευτικών μέσων που συνήθ. αποτελούνται από ένα κομμάτι γάζας ή υφάσματος και τοποθετούνται στην επιφάνεια του δέρματος, όπου υπάρχει πάθηση: Zεστά / κρύα επιθέματα, κομπρέσες.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίθεμα]

[Λεξικό Κριαρά]
επίθεμα το· ’πίθεμα.
  • 1) Κατάπλασμα:
    • ’πίθεμα εις στομάχου λυσιντερία (Ιατροσ. κώδ. ξε´ ).
  • 2) Διακοσμητική παράσταση, διακόσμηση:
    • Το επίθεμα της ζώνης … ωραιόκαλλον γαρ λίαν (Ερμον. Β 264).

[αρχ. ουσ. επίθεμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες