Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επίζηλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίζηλος -η -ο [epízilos] Ε5 : (λόγ.) ζηλευτός, αξιοζήλευτος: ~ τίτλος / βαθμός. Επίζηλη θέση. Επίζηλο αξίωμα.

[λόγ. < αρχ. ἐπίζηλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go