Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εορταστικός -ή -ό [eortastikós] Ε1 : που έχει σχέση με γιορτή και ιδίως με ορισμένο εορτασμό: Ένα εορταστικό τριήμερο. Εορταστικές εκδηλώσεις. Εορταστική ατμόσφαιρα.
εορταστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἑορταστικός]



