Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξύπνου, επίρρ.· ’ξύπνου.
-
- Στον ξύπνο:
- βασανίζομαι ’ξύπνου κι όντεν κοιμούμαι (Ερωτόκρ. Γ´ 238).
[<συνεκφ. εξ ύπνου (αρχ.). Ο τ. και σήμ. κρητ.]
- Στον ξύπνο:



