Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξόχως [eksóxos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) πάρα πολύ: Εμφανίστηκε στη δεξίωση με τουαλέτα ~ τολμηρή.
[λόγ. < αρχ. ἐξόχως]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξόχως, επίρρ.
-
- 1)
- α) Κυρίως, προπάντων:
- θανατώνει (ενν. ο Ταμυρλάνης) εξόχως τους μονάζοντας (Ταμυρλ. 49)·
- β) πάρα πολύ, εξαιρετικά:
- (Ερμον. Η 323).
- α) Κυρίως, προπάντων:
- 2) Λαμπρά, εξαίρετα:
- εξόχως έγινε … από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε (Σουμμ., Ρεμπελ. 166).
- 3)
- α) Παράμερα:
- το φουσσάτον … να στέκεται εξόχως (Αχιλλ. N 436)·
- β) ξεχωριστά, χωριστά:
- Είχαν σκηνήν … εξόχως οι αγούροι (Διγ. Α 2317).
- α) Παράμερα:
[αρχ. επίρρ. εξόχως]
- 1)



