Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξόφληση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξόφληση η [eksóflisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοφλώ. 1. αποπληρωμή: H ~ του δανείου / ενός γραμματίου. Πωλούνται οικόπεδα με μικρή προκαταβολή και ~ σε δύο χρόνια. Όροι της εξόφλησης. Άμεση ~. Πλήρης / μερική ~. 2. (μτφ. για διαφορά με κπ.) ρύθμιση, τακτοποίηση.

[λόγ. εξοφλη- (εξοφλώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go