Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξόριστος, επίθ.· εξόρισθος.
-
- Που βρίσκεται σε εξορία, εξορισμένος:
- (Διγ. Z 1318).
[αρχ. επίθ. εξόριστος. Η λ. και σήμ.]
- Που βρίσκεται σε εξορία, εξορισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξόριστος -η -ο [eksóristos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που ζει ή βρίσκεται σε εξορία: Ο τέως βασιλιάς ζει ~ στο εξωτερικό. Εξόριστη κυβέρνηση. || αυτοεξόριστος: Για να αποφύγει τις διώξεις κατέφυγε στο Παρίσι όπου ζει ~. || εκτοπισμένος: Ένας ~ κομμουνιστής / αναρχικός. ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο εξόριστος: Aπελευθέρωση των πολιτικών εξορίστων και των φυλακισμένων. 2. (μτφ.) για κπ. που είναι υποχρεωμένος να ζει σε πολύ απομακρυσμένο και συνήθ. έρημο τόπο.
[λόγ. < ελνστ. ἐξόριστος]