Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξωστρεφής -ής -ές [eksostrefís] Ε10 : (ψυχ., ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια. ANT εσωστρεφής: Ο ~ άνθρωπος / τύπος / χαρακτήρας. Εξωστρεφείς τάσεις.
[λόγ. εξω- + στρέφ(ω) -ής μτφρδ. γερμ. extravertiert]



