Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξυπνάκιας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξυπνάκιας ο [eksipnákas] Ο4 πληθ. εξυπνάκηδες : (οικ., μειωτ.) αυτός που θέλει να φαίνεται έξυπνος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.

[έξυπν(ος) -άκιας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go