Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξυγιαντικός -ή -ό [eksijiandikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εξυγίανση και ιδίως την προκαλεί: Εξυγιαντική πολιτική. Εξυγιαντικά μέτρα.
[λόγ. εξυγιαν- (εξυγιαίνω) -τικός]



