Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξυγιαντικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξυγιαντικός -ή -ό [eksijiandikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εξυγίανση και ιδίως την προκαλεί: Εξυγιαντική πολιτική. Εξυγιαντικά μέτρα.

[λόγ. εξυγιαν- (εξυγιαίνω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go