Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοφθαλμία η [eksofθalmía] Ο25 : (ιατρ.) μη φυσιολογική προεξοχή του οφθαλμικού βολβού έξω από την οφθαλμική κοιλότητα.
[λόγ. < νλατ. exophthalmia < ex- = εξ- αρχ. ὀφθαλμ(ός) -ia = -ία]



