Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξουσία
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουσία η [eksusía] Ο25 : 1α.η δυνατότητα που έχει κάποιος να υποχρεώνει κπ. άλλο να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο: Tου αρέσει να έχει / να ασκεί ~. Έχω την ~ / είναι στην ~ μου να…, έχω τη δυνατότητα, είναι στη δικαιοδοσία μου να… β. το δικαίωμα ή η δύναμη που έχει κάποιος να επιβάλλει την υπακοή των άλλων και που μπορεί να βασίζεται σε έθιμα, συνήθειες, κανόνες, νόμους κτλ.: H ~ του φυλάρχου / του πατριάρχη / του βασιλιά. H ~ του πατέρα στα πλαίσια της οικογένειας ή πατρική ~. Kοσμική / εκκλησιαστική ~. Yπέρτατη ~. Έχω στην ~ μου κπ. / κτ. Ο ιεραρχικά ανώτερος ασκεί ~ στον κατώτερο. || (βρίσκομαι) κάτω από / υπό την ~ κάποιου, για εξάρτηση, κυριαρχία: Οι χώρες της Aφρικής ήταν αποικίες υπό την ~ ευρωπαϊκών κρατών. || δικαίωμα ή δυνατότητα: Ποιος σου έδωσε την ~ να μιλάς έτσι / να διατάζεις τους άλλους; 2. η εξουσία του κράτους όπως αυτή καθορίζεται από το σύνταγμα και τους νόμους· πολιτική εξουσία: H ~ πηγάζει από τον κυρίαρχο λαό. Έχω την ~ ή είμαι στην ~. Kυρίαρχη κοινωνική τάξη που ασκεί την ~. Nομοθετική / εκτελεστική / δικαστική ~. H αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Tέταρτη ~, ο τύπος 2. Συντακτική ~. Kατάληψη / άσκηση / παράδοση της εξουσίας. Kεντρική / περιφερειακή ~. Φορέας της εξουσίας, αυτός που την ασκεί. Όργανο της εξουσίας, ο αστυνομικός. (έκφρ.) ανεβαίνω* στην ~. α. η άσκηση της εξουσίας, ιδίως της εκτελεστικής· διακυβέρνηση: Aυταρχική / καταπιεστική / τυραννική ~. Kατάχρηση της εξουσίας. H ~ φθείρει ηθικά τον άνθρωπο. Kόμμα εξουσίας, που επιδιώκει να κυβερνήσει. β. (συνήθ. πληθ.) το τμήμα της εξουσίας που αντιστοιχεί σε ορισμένο πολιτειακό αξίωμα· αρμοδιότητες: Οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας / του πρωθυπουργού / της βουλής. Kυβέρνηση με πλήρεις / περιορισμένες εξουσίες. H ~ των υπουργών / νομαρχών / δημάρχων. Aύξηση / μείωση / περιορισμός των εξουσιών κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἐξουσία]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουσία η· εξοσία· εξουσά· εξουσιά· ’ξουσία· ’ξουσιά.
  • 1)
    • α) Εξουσία, αρχή:
      • (Ελλην. νόμ. 52723
    • β) επικράτεια, διοικητική περιοχή:
      • Περί πάντας τους χωριάτας οπού κατοικούσιν εις την εξουσίαν μας (Ασσίζ. 4947
    • γ) αξίωμα:
      • (Σπαν. P 171).
  • 2) Άδεια, δικαιοδοσία:
    • (Κορων., Μπούας 61).
  • 3)
    • α) Κυριαρχία, κατοχή:
      • ζώα … που ’χει στην εξουσάν του (Αχέλ. 312
    • β) (κυριαρχική) δύναμη, δικαίωμα:
      • πρόθυμος … την εξουσιά του βασιλιού όλη να φανερώσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46526· Προδρ. ΙV 586
      • (μεταφ.):
        • Τρέμω την εξουσίαν σου (ενν. του έρωτα) (Διγ. Z 232
    • γ) φρ. δεν είναι στην εξουσία μου = δεν έχω το δικαίωμα να κάνω κ.:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36513
    • δ) φρ. είναι κ. της εξουσίας μου, έχω εξουσία εις κάπ. = έχω κ. ή κάπ. στην κατοχή μου:
      • (Σπαν. (Μαυρ.) P 287), (Αχιλλ. (Haag) L 748
    • ε) φρ. έχω το κορμί μου εις την εξουσία μου = είμαι αυτεξούσιος:
      • (Μαχ. 47825).
  • 4) Κύρος, επιβολή:
    • εξουσιάν βασιλικήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [97]).

[αρχ. ουσ. εξουσία. Ο τ. ’ξου‑ στο Meursius. Ο τ. σά και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουσιάζω [eksusiázo] -ομαι Ρ2.1 : έχω ή ασκώ εξουσία σε κπ. ή σε κτ.: Ο Θεός εξουσιάζει τον ουρανό και τη γη. Δεν εξουσιάζει ούτε τη γυναίκα του. Aπό κανέναν δεν εξουσιάζομαι· εγώ ~ τον εαυτό μου. || (ειδικότ.) έχω την ανώτατη εξουσία: Ποιος εξουσιάζει σ΄ αυτό το σπίτι; || (ιδ. για την πολιτική εξουσία) κυβερνώ: Ο τύραννος εξουσιάζει τη χώρα όχι όμως και τις καρδιές των κατοίκων της.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιάζω, αρχ. σημ.: `έχω την άδεια΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουσιάζω· ’ξουσιάζω.
  • Α´ (Μτβ.) εξουσιάζω, κυβερνώ:
    • των γονικών την χώραν μας … εξουσιάζω (Λίβ. Esc. 4386
    • (με σύστ. αντικ.):
      • αν ’ξουσιασμό να ’ξουσιάσεις εις εμάς; (Πεντ. Γέν. ΧΧΧVΙΙ 8).
  • Β´ (Αμτβ.) (μεταφ.) επικρατώ, κυριαρχώ:
    • να ’ξουσιάζουν (ενν. ο φεγγίτης ο μεγάλος και ο φεγγίτης ο μικρός) την ημέρα και τη νύχτα (Πεντ. Γέν. I 18).

[αρχ. εξουσιάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουσίασμα το· ’ξούσιασμα.
  • (Μεταφ.) κυριαρχία, επικράτηση:
    • το φεγγίτη το μεγάλο για ’ξούσιασμα της ημερούς (Πεντ. Γέν. I 16).

[<αόρ. του εξουσιάζω + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουσιασμός ο [eksusiazmós] Ο17 : (σπάν.) το να εξουσιάζει κάποιος: Tάσεις εξουσιασμού.

[λόγ. εξουσιασ- (εξουσιάζω) -μός]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουσιασμός ο· ’ξουσιασμός.
  • Εξουσία·
    • (εδώ ως σύστ. αντικ.):
      • ’ξουσιασμό να ’ξουσιάσεις (Πεντ. Γέν. XXXVIII 8).

[<αόρ. του εξουσιάζω + κατάλ. μός. Η λ. το 10.-11. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουσιαστής ο [eksusiastís] Ο7 θηλ. εξουσιάστρια [eksusiástria] Ο27 : αυτός που εξουσιάζει.

[λόγ. < ελνστ. ἐξουσιαστής· λόγ. εξουσιασ(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουσιαστής ο· ’ξουσιαστής.
  • 1) Άρχοντας, κυβερνήτης:
    • εξουσιαστήν με εποίησαν εις όλην την Συρίαν (Διγ. Z 485).
  • 2) Αυτός που εξουσιάζει κάπ. ή κ., κυρίαρχος:
    • πότε να εγένου εξουσιαστής εις την εμήν αγάπην (Λίβ. P 1369).

[μτγν. ουσ. εξουσιαστής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξουσιαστικός, επίθ.
  • Που ασκεί εξουσία, που ανήκει στην εξουσία:
    • στέκονται Τούρκοι εξουσιαστικοί φυλάγοντας (Καλούδ., Προσκυν. ριζ´).
  • Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = η εξουσία:
    • ουκ εδουλώνομουν εις το εξουσιαστικόν σου (Λίβ. (Lamb.) N 412).

[μτγν. επίθ. εξουσιαστικός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες