Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξουθενωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξουθενωτικός -ή -ό [eksuθenotikós] Ε1 : που είναι τόσο έντονος, ώστε να εξουθενώνει: ~ πυρετός / πονοκέφαλος. Εξουθενωτική ζέστη / συγκίνηση / θλίψη. Aρρώστια με συνέπειες εξουθενωτικές για τον άνθρωπο. εξουθενωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εξουθενω- (δες εξουθενώνω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go